- επιφάσκω
- ἐπιφάσκω (Α)1. ισχυρίζομαι, διαβεβαιώνω, υπόσχομαι («οἱ τὴν δέσποιναν ἐπιφάσκοντες ἰᾱσθαι», Ευσ.)2. (με έναρθρο επίθ.) προσποιούμαι, παριστάνω, υποκρίνομαι («ἐπιφάσκων τὸν πάνυ πλούσιον», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φάσκω, παράλλ. τ. τού φημί «λέγω»].
Dictionary of Greek. 2013.